κλειθροποιός

κλειθροποιός
ο, η (Α κλειθροποιός)
ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλείθρων, κλειδαριών, ο κλειδαράς, ο κλειδωνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεῖθρο + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτο-ποιός, ζωο-ποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κλειδαράς — ο [κλειδαράς] ο κατασκευαστής ή επιδιορθωτής κλειδιών ή κλειδαριών, ο κλειθροποιός, ή αυτός ο οποίος ξεκλειδώνει πόρτες που έχουν χαθεί τα κλειδιά τους …   Dictionary of Greek

  • κλειδωνάς — ο [κλειδωνιά] 1. ο κατασκευαστής κλείθρων, κλειδωνιών, κλειθροποιός 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους πτηνών Parus lugubris …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”